Ο διάσημος σκηνοθέτης σε ρόλο φωτογράφου
Συναντήσαμε τον διάσημο σκηνοθέτη στα εγκαίνια της πρώτης φωτογραφικής του έκθεσης στο Παρίσι, στο Maison Εuropéenne de la Photographie...
Αναρωτιέμαι αν μπαίνει σε μια «άλλη» κατάσταση όταν φωτογραφίζει, προσπαθώντας να ξεχάσει την ιδιότητα του σκηνοθέτη. «Κουβαλώ την μηχανή πάντα μαζί μου. Την βγάζω όταν βλέπω κάτι που μου κινεί το ενδιαφέρον», είναι η απάντησή του. «Όπως ο μεγάλος φωτογράφος Ανρί-Καρτιέ Μπρεσόν που έλεγε πως είναι καλός παρατηρητής;» τον ρωτώ. «Του είχα μιλήσει κάποτε για αυτό και μου είχε πει πως μια καλή φωτογραφία, ειδικά ένα πορτραίτο, είναι αυτή που βλέπεις αυτό που θέλεις να φωτογραφήσεις πριν καν να γίνει. Το ένστικτο και η ψυχολογία παίζουν ρόλο. Αυτό με ενδιαφέρει πολύ στην φωτογραφία, ποια είναι η κατάλληλη στιγμή» τονίζει.
Πόσο δύσκολο πρέπει να είναι για έναν κινηματογραφιστή που έχει χιλιάδες καρέ στην διάθεση του για να πει μια ιστορία, να περιορίζεται τώρα σε ένα μόνο καρέ; «Από τη στιγμή που αυτό δεν είναι το επάγγελμα μου, τότε είμαι ελεύθερος από τέτοιους περιορισμούς. Ο αληθινός ρόλος της φωτογραφίας είναι αυτός ακριβώς- να διηγηθεί μια ιστορία με μια φωτογραφία μόνο. Και είναι καταπληκτικός ρόλος και δύσκολος. Εμείς οι κινηματογραφιστές χρειαζόμαστε χιλιάδες φωτογραφίες και χρόνο για να διηγηθούμε μια ιστορία. Αλλά η ανακούφιση είναι ότι εγώ φωτογραφίζω ερασιτεχνικά, δεν θέλω να πω απαραίτητα μια ιστορία, δεν εμβαθύνω αναγκαστικά σε ένα θέμα ή μια ιστορία, γιατί δεν είχα αυτή την ανάγκη».
Αν και ο ίδιος δηλώνει την χαρά του να είναι κανείς ερασιτέχνης, το καδράρισμα των εικόνων του είναι απέριττα κομψό και απόλυτα επαγγελματικό. «Σαφώς και δεν είναι τελείως τυχαίες αυτές οι φωτογραφίες. Όταν κάνει κανένας φιλμ, είναι συνεχώς πίσω από την κάμερα και το καδράρισμα είναι λίγο αυτόματο για μένα μέσα στην ζωή. Και είμαι εξασκημένος από τον κινηματογράφο να “βλέπω” τα πρόσωπα των ανθρώπων. Τα τοπία δεν με πολυ-ενδιαφέρουν, με ιντριγκάρουν οι άνθρωποι γιατί η αληθινή περιπέτεια είναι το πρόσωπο. Το τοπίο που λέει τα περισσότερα είναι το πρόσωπο και το ανθρώπινο σώμα βεβαίως». Μου εξηγεί πως του αρέσει να παρατηρεί ανθρώπους στον δρόμο και να τους φωτογραφίζει καθώς περνάνε.
«Είναι συγκλονιστικό γιατί μετά που βλέπεις στις φωτογραφίες τα πρόσωπα τους, τους ανακαλύπτεις. Βλέπεις να διαγράφεται χαρά, λύπη, θυμός, αγωνίες, άνθρωποι ευτυχισμένοι ζευγάρια που μαλώνουν», αναφέρει.
Το Παρίσι μεγαλώνει μέσα από τις εικόνες του Γαβρά. Κατεστραμμένα αυτοκίνητα, πέτρες και κάγκελα τον Μάη του ’68, βλοσυρά πρόσωπα στις φοιτητικές διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’90. Η Ρόμι Σνάιντερ χαμογελάει ντροπαλά στην αγκαλιά του Υβ Μοντάν. Το αριστοκρατικό προφίλ της Ντανιέλ Μιτεράν διαγράφεται στο κάδρο ενός παράθυρου αεροπλάνου. Ο Υβ Μοντάν με γυαλιά ηλίου και λευκό κουστούμι στις Κάννες πριν λίγα χρόνια. Ο Φιντέλ Κάστρο μιλάει με πάθος σε μια παρέα. Η Ελλάδα του μετανάστη κι αυτή εδώ, αποτυπωμένη στο ηλιοκαμένο πρόσωπο ενός Έλληνα που πουλάει φαγητό στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Τον ρωτώ για την Ελλάδα, για την χώρα που άφησε πίσω αλλά που επισκέπτεται συχνά.
Η ΕΡΤ, η κρίση, οι νέοι
«Έχω πολλές φωτογραφίες από την Ελλάδα. Μου ζήτησαν να κάνω μια έκθεση με ελληνικές φωτογραφίες στην Θεσσαλονίκη». Δεν έχει ούτε 24 ώρες που γύρισε από το Λος 'Αντζελες όπου προωθεί την τελευταία του ταινία «Το Κεφάλαιο» και μου λέει με έκπληξη πως εκεί όλοι μιλούσαν σοκαρισμένοι για την Ελλάδα και το κλείσιμο της ΕΡΤ και δεν μπορούσαν να διανοηθούν πως συνέβη αυτό σε μια δημοκρατία. «Δεν κατάλαβα γιατί κάνανε αυτό το πράγμα Και κυρίως δεν κατάλαβα γιατί το κάνανε όπως το κάνανε. Έμεινα κατάπληκτος, που ο πρωθυπουργός, δεν πήγε στην ΕΡΤ να εξηγήσει στους υπαλλήλους ότι υπάρχει αυτό το πρόβλημα, ότι θα κλείσει η ΕΡΤ για λίγο καιρό. Δηλαδή να μιλούσε στους Έλληνες με κάποιον σεβασμό και να εξηγούσε το πρόβλημά του».
Μιλάμε για την κρίση. Για τις πολιτικές εξελίξεις: «Λυπάμαι πολύ που έχει φτάσει η πατρίδα μου σ' αυτό το σημείο. Μια χώρα με τόσο μεγάλες δυνατότητες. Νιώθω λύπη. Και νομίζω ότι το πρόβλημα είναι η ποιότητα της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως κομμάτων, δεξιά αριστερά είναι παντού τα ίδια πια γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι να εμπνεύσουν. Είναι γενικό το πρόβλημα, και ο λαός βέβαια έχει ευθύνη, διαλέγουμε τους ίδιους συνεχώς. Ας ελπίσουμε ότι η τωρινή νέα γενιά θα αλλάξει τα πράγματα, αυτοί οι άνθρωποι που είναι από 30 μέχρι και 50 και παίζουν ρόλο στην κοινωνία».
Μιλάμε για τους νέους της Ελλάδας που φεύγουν, για τη μετανάστευση του σήμερα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν με την οικονομική κρίση. «Η μεγαλύτερη πτώχευση της Ελλάδας -πέραν του χρέους- είναι ότι οι νέοι φεύγουν. Η Ελλάδα πτωχεύει από νέους με πτυχία και προσόντα, που είναι παραγωγικοί και μπορούν να προσφέρουν, γιατί αποφασίζουν να φύγουν ξανά στο εξωτερικό όπως και στην εποχή μου... Αυτό είναι το μεγαλύτερο δράμα καθώς πιθανώς να μην επιστρέψουν ποτέ» διαπιστώνει με λύπη.
Ο Γαβράς, μετανάστης στη Γαλλία ο ίδιος, πιστεύει ότι είναι πάντα δύσκολο να αφήνεις τον τόπο σου, αλλά ίσως «είναι πιο δύσκολα τα πράγματα τώρα. Όταν έφτασα εγώ στο Παρίσι, είχα κάψει εντελώς τα πλοία μου που λέμε. Αλλά ήταν πιο εύκολο να προσαρμοστώ. Επίσης στο Πανεπιστήμιο είχε μια τεράστια λίστα για το ποιες δουλειές θέλαμε ως φοιτητές να κάνουμε τα σαββατοκύριακα. Τώρα δεν υπάρχουν δουλειές για κάποιον που φτάνει εδώ. Αλλά η δυσκολία του να αφομοιωθείς συναισθηματικά, είναι πάντα μεγάλη. Για να μπει κανείς μέσα στην ζωή της ξένης χώρας και να προσαρμοστεί, θέλει πολλά χρόνια και είναι πάρα πολύ δύσκολο. Τα σπίτια δεν ανοίγουν εύκολα, ούτε οι άνθρωποι κτλ.».
Τον ρωτώ αν υπάρχει άραγε ουσιαστικά η ευρωπαϊκή ιδέα εν τέλει. «Όσον αφορά την ευρωπαϊκή ιδέα των ενωμένων λαών, λειτουργεί στο πρακτικό κομμάτι. Οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί πια, τα ταξίδια είναι εύκολα, τα σύνορα ανοιχτά, μπορεί κανείς να δουλέψει άμεσα σε όποια ευρωπαϊκή χώρα θέλει, εμείς χρειαζόμασταν χαρτιά τότε και μας έπαιρνε μέρες να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Αλλά όπως λέει και το τραγούδι... η μετανάστευση δεν είναι εύκολο πράγμα. Γιατί όλοι αυτοί που φεύγουν, φεύγουν λόγω ανάγκης, αλλιώς προτιμούν να μένουν στην πατρίδα τους, μιλώντας τη μητρική τους γλώσσα».
Η Ελλάδα είναι όμως μια χώρα που τώρα πια δέχεται μετανάστες, του θυμίζω: «Ξεχνάμε ότι όταν φύγαμε εμείς στο εξωτερικό ως μετανάστες, οι άνθρωποι πολλές φορές μας φέρονταν όχι αυτομάτως με αγάπη. Μας κοιτούσαν και μας ζύγιζαν. Το λέω αυτό στην Ελλάδα όταν πάω, ότι δεν φερόμαστε καλά στους μετανάστες και μου απαντούν “μα εμάς μας φέρονταν σωστά” και εγώ θυμάμαι ότι δεν ήταν καθόλου έτσι. Δυστυχώς η κρίση μας κάνει να μην δεχόμαστε το διαφορετικό».
Έχει αλλάξει η στάση των Γάλλων απέναντι στη χώρα μας, αναρωτιέμαι. «Υπάρχει μια γενική συμπάθεια. Ακόμα και οι δεξιές κυβερνήσεις της Γαλλίας, όπως αυτή του Σαρκοζί μιλούσαν και μιλούν με συμπάθεια για την Ελλάδα γιατί έχουν ζήσει με την ελληνική παιδεία και εκτιμούν το παρελθόν μας».
Σκέφτομαι ότι ίσως δεν το εκτιμούμε αρκετά εμείς. Τουλάχιστον έχουμε ανθρώπους σαν τον Κώστα Γαβρά. Που είναι ωραίοι άνθρωποι, ωραίοι ως Έλληνες και μέσα από τον φακό τους, τις εικόνες και την ζωή τους εν γένει, μεταφέρουν αυτό που θέλουμε να αντιπροσωπεύει η ελληνικότητα: Τη λεβεντιά.
Ο Σαλβαντόρ Αλιέντε στη Χιλή (1971) με τον φακό του Κώστα Γαβρά

Ο Φιντέλ Κάστρο μιλά με πάθος σε μια παρέα Ευρωπαίων κινηματογραφιστών (2003)

Η Ρόμι Σνάιντερ και ο Ιβ Μοντάν στα πλατό της ταινίας «Clair de femme» (1978)

Η Ελλάδα του μετανάστη, αποτυπωμένη στο ηλιοκαμένο πρόσωπο ενός Ελληνα που πουλάει φαγητό στους δρόμους της Νέας Υόρκης. 5η λεωφόρος - 1991

Η Γαλλίδα ηθοποιός Κολίν Σερό (1970)

O Jorge Semprun σε ταξίδι στη Μόσχα για την παρουσίαση της ταινίας «L’Aveu», 1970

Ο φωτογράφος Γουίλιαμ Κλάιν, 1999

Νέα Υόρκη, 1990

Συγκέντρωση για το AIDS, Παρίσι, 1998

Από την επέτειο θανάτου του Φρανσουά Μιτεράν, πλατεία Βαστίλης, Παρίσι,1996.

Βουδαπέστη, 1992

Διαδήλωση, Παρίσι, 2002

Λίνο Βεντούρα, «Le silencieux» του Κλοντ Πινοτό, Πεκίνο, 1979

Σανγκάη, 1979
Το Παρίσι λένε ότι είναι ομορφότερο όταν βρέχει. Το δρομάκι προς το
Maison Europeene de la Photographie, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Φωτογραφίας της
γαλλικής πρωτεύουσας, γυαλίζει από το ψιλόβροχο και θυμίζει ένα Παρίσι
άλλων αιώνων. Ο Κώστας Γαβράς αν και Έλληνας, είναι αναπόσπαστο κομμάτι
των δρόμων αυτής της πόλης.
Για τον Γαβρά, ο σκηνοθέτης δεν είναι απλός αφηγητής αλλά λειτουργός, καθώς έχει δηλώσει ότι η κάθε ταινία είναι πολιτική. Τουλάχιστον οι δικές του, είναι σίγουρα πολιτικές, όπως η κλασική πια ταινία «Ζ», αλλά οι επόμενες που ακολούθησαν όπως «ο Αγνοούμενος» και «το Κεφάλαιο».
Είναι νωρίς το πρωί και παρόλο που είναι τέλη Ιουνίου, έχει δροσιά. Η ζεστασιά του μουσείου είναι ανακουφιστική. Το κτίριο είναι γεμάτο ανθρώπους που πηγαινοέρχονται βιαστικά, καθότι το βράδυ θα εγκαινιαστεί η έκθεση φωτογραφίας του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη. Στο καφέ του μουσείου, δημοσιογράφοι χαμογελούν και πίνουν ζεστά ροφήματα, σχολιάζοντας τις σταθερές, αυτή τη φορά, εικόνες του κινηματογραφιστή.
Τον συναντώ εκεί και ξεκινάμε την κουβέντα μας ανάμεσα σε γαλλικές παιδικές λιχουδιές -όπως μου εξηγεί ότι είναι τα γλυκά που έχουμε μπροστά μας- και δυνατό καφέ.
Ο Κώστας Γαβράς έχει μια ευγενική φυσιογνωμία, μια καθαρή ματιά και μια σφιχτή χειραψία. Το βλέμμα του είναι ειλικρινές και ζεστό. Κοιτώντας τις φωτογραφίες του, αν κανείς δεν ξέρει ότι είναι το δικό του βλέμμα πίσω από αυτές τις εικόνες, συμπεραίνει αρκετά για τον άνθρωπο που τραβάει αυτές τις φωτογραφίες: Πως είναι ένας άνθρωπος που έχει μεγάλες αγάπες και γλυκές «εμμονές». Την οικογένειά του, τον κινηματογράφο, την πολιτική μέσα από την κοινωνική της ματιά και φυσικά τα ταξίδια.
Του λέω πως αυτή η έκθεση είναι σχεδόν σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο του και συμφωνεί. «Ακριβώς αυτό. Και σκεφτείτε δεν είχα καμία σκέψη ποτέ να τις δείξω αυτές τις φωτογραφίες σε μια έκθεση. Τις έβλεπαν οι φίλοι και η οικογένεια μου. Το Μουσείο έμαθε ότι βγάζω φωτογραφίες και ήθελε να τις δει, για μήνες, χρόνια, επέμεναν να τις δουν. Μετά από ένα χρόνο που προσπαθούσαμε να συντονιστούμε, έστειλαν έναν επιμελητή και είδε όλο το αρχείο μου, περίπου δύο εβδομάδες νομίζω του πήρε να διαλέξει τις φωτογραφίες για την έκθεση. Δεν ήθελα να επέμβω στην επιλογή καθόλου, μια δυο φωτογραφίες αφαίρεσα γιατί δεν συμφωνούσα με την επιλογή των ανθρώπων στις φωτογραφίες. Τις φωτογραφίες τις είδα εχτές στον τοίχο όλες μαζεμένες, κορνιζαρισμένες και έμεινα έκπληκτος». Τον ταλαιπωρεί ένας πονόδοντος, έχει μόλις επιστρέψει από υπερατλαντικό ταξίδι, αλλά είναι εδώ. Και μου κάνει εντύπωση το πόσο επαγγελματίας και ταγμένος σε ότι κάνει είναι ο Γαβράς, παρ' όλη την διεθνή φήμη του.
Οι άνθρωποι που φωτογραφίζει ο Γαβράς είναι κοντινοί του, συνεργάτες, φίλοι συνοδοιπόροι. «Είναι άνθρωποι που έχω συνεργαστεί, είναι άνθρωποι που θαυμάζω όπως η γυναίκα του Μιτεράν, που ήταν μια καταπληκτική γυναίκα γιατί πολλές φορές έπαιρνε θέση εναντίον του άνδρα της», εξηγεί χαμογελώντας.
Οι συμβουλές του Μπρεσόν
Για τον Γαβρά, ο σκηνοθέτης δεν είναι απλός αφηγητής αλλά λειτουργός, καθώς έχει δηλώσει ότι η κάθε ταινία είναι πολιτική. Τουλάχιστον οι δικές του, είναι σίγουρα πολιτικές, όπως η κλασική πια ταινία «Ζ», αλλά οι επόμενες που ακολούθησαν όπως «ο Αγνοούμενος» και «το Κεφάλαιο».
Είναι νωρίς το πρωί και παρόλο που είναι τέλη Ιουνίου, έχει δροσιά. Η ζεστασιά του μουσείου είναι ανακουφιστική. Το κτίριο είναι γεμάτο ανθρώπους που πηγαινοέρχονται βιαστικά, καθότι το βράδυ θα εγκαινιαστεί η έκθεση φωτογραφίας του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη. Στο καφέ του μουσείου, δημοσιογράφοι χαμογελούν και πίνουν ζεστά ροφήματα, σχολιάζοντας τις σταθερές, αυτή τη φορά, εικόνες του κινηματογραφιστή.
Τον συναντώ εκεί και ξεκινάμε την κουβέντα μας ανάμεσα σε γαλλικές παιδικές λιχουδιές -όπως μου εξηγεί ότι είναι τα γλυκά που έχουμε μπροστά μας- και δυνατό καφέ.
Ο Κώστας Γαβράς έχει μια ευγενική φυσιογνωμία, μια καθαρή ματιά και μια σφιχτή χειραψία. Το βλέμμα του είναι ειλικρινές και ζεστό. Κοιτώντας τις φωτογραφίες του, αν κανείς δεν ξέρει ότι είναι το δικό του βλέμμα πίσω από αυτές τις εικόνες, συμπεραίνει αρκετά για τον άνθρωπο που τραβάει αυτές τις φωτογραφίες: Πως είναι ένας άνθρωπος που έχει μεγάλες αγάπες και γλυκές «εμμονές». Την οικογένειά του, τον κινηματογράφο, την πολιτική μέσα από την κοινωνική της ματιά και φυσικά τα ταξίδια.
Του λέω πως αυτή η έκθεση είναι σχεδόν σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο του και συμφωνεί. «Ακριβώς αυτό. Και σκεφτείτε δεν είχα καμία σκέψη ποτέ να τις δείξω αυτές τις φωτογραφίες σε μια έκθεση. Τις έβλεπαν οι φίλοι και η οικογένεια μου. Το Μουσείο έμαθε ότι βγάζω φωτογραφίες και ήθελε να τις δει, για μήνες, χρόνια, επέμεναν να τις δουν. Μετά από ένα χρόνο που προσπαθούσαμε να συντονιστούμε, έστειλαν έναν επιμελητή και είδε όλο το αρχείο μου, περίπου δύο εβδομάδες νομίζω του πήρε να διαλέξει τις φωτογραφίες για την έκθεση. Δεν ήθελα να επέμβω στην επιλογή καθόλου, μια δυο φωτογραφίες αφαίρεσα γιατί δεν συμφωνούσα με την επιλογή των ανθρώπων στις φωτογραφίες. Τις φωτογραφίες τις είδα εχτές στον τοίχο όλες μαζεμένες, κορνιζαρισμένες και έμεινα έκπληκτος». Τον ταλαιπωρεί ένας πονόδοντος, έχει μόλις επιστρέψει από υπερατλαντικό ταξίδι, αλλά είναι εδώ. Και μου κάνει εντύπωση το πόσο επαγγελματίας και ταγμένος σε ότι κάνει είναι ο Γαβράς, παρ' όλη την διεθνή φήμη του.
Οι άνθρωποι που φωτογραφίζει ο Γαβράς είναι κοντινοί του, συνεργάτες, φίλοι συνοδοιπόροι. «Είναι άνθρωποι που έχω συνεργαστεί, είναι άνθρωποι που θαυμάζω όπως η γυναίκα του Μιτεράν, που ήταν μια καταπληκτική γυναίκα γιατί πολλές φορές έπαιρνε θέση εναντίον του άνδρα της», εξηγεί χαμογελώντας.
Οι συμβουλές του Μπρεσόν
Αναρωτιέμαι αν μπαίνει σε μια «άλλη» κατάσταση όταν φωτογραφίζει, προσπαθώντας να ξεχάσει την ιδιότητα του σκηνοθέτη. «Κουβαλώ την μηχανή πάντα μαζί μου. Την βγάζω όταν βλέπω κάτι που μου κινεί το ενδιαφέρον», είναι η απάντησή του. «Όπως ο μεγάλος φωτογράφος Ανρί-Καρτιέ Μπρεσόν που έλεγε πως είναι καλός παρατηρητής;» τον ρωτώ. «Του είχα μιλήσει κάποτε για αυτό και μου είχε πει πως μια καλή φωτογραφία, ειδικά ένα πορτραίτο, είναι αυτή που βλέπεις αυτό που θέλεις να φωτογραφήσεις πριν καν να γίνει. Το ένστικτο και η ψυχολογία παίζουν ρόλο. Αυτό με ενδιαφέρει πολύ στην φωτογραφία, ποια είναι η κατάλληλη στιγμή» τονίζει.
Πόσο δύσκολο πρέπει να είναι για έναν κινηματογραφιστή που έχει χιλιάδες καρέ στην διάθεση του για να πει μια ιστορία, να περιορίζεται τώρα σε ένα μόνο καρέ; «Από τη στιγμή που αυτό δεν είναι το επάγγελμα μου, τότε είμαι ελεύθερος από τέτοιους περιορισμούς. Ο αληθινός ρόλος της φωτογραφίας είναι αυτός ακριβώς- να διηγηθεί μια ιστορία με μια φωτογραφία μόνο. Και είναι καταπληκτικός ρόλος και δύσκολος. Εμείς οι κινηματογραφιστές χρειαζόμαστε χιλιάδες φωτογραφίες και χρόνο για να διηγηθούμε μια ιστορία. Αλλά η ανακούφιση είναι ότι εγώ φωτογραφίζω ερασιτεχνικά, δεν θέλω να πω απαραίτητα μια ιστορία, δεν εμβαθύνω αναγκαστικά σε ένα θέμα ή μια ιστορία, γιατί δεν είχα αυτή την ανάγκη».
Αν και ο ίδιος δηλώνει την χαρά του να είναι κανείς ερασιτέχνης, το καδράρισμα των εικόνων του είναι απέριττα κομψό και απόλυτα επαγγελματικό. «Σαφώς και δεν είναι τελείως τυχαίες αυτές οι φωτογραφίες. Όταν κάνει κανένας φιλμ, είναι συνεχώς πίσω από την κάμερα και το καδράρισμα είναι λίγο αυτόματο για μένα μέσα στην ζωή. Και είμαι εξασκημένος από τον κινηματογράφο να “βλέπω” τα πρόσωπα των ανθρώπων. Τα τοπία δεν με πολυ-ενδιαφέρουν, με ιντριγκάρουν οι άνθρωποι γιατί η αληθινή περιπέτεια είναι το πρόσωπο. Το τοπίο που λέει τα περισσότερα είναι το πρόσωπο και το ανθρώπινο σώμα βεβαίως». Μου εξηγεί πως του αρέσει να παρατηρεί ανθρώπους στον δρόμο και να τους φωτογραφίζει καθώς περνάνε.
«Είναι συγκλονιστικό γιατί μετά που βλέπεις στις φωτογραφίες τα πρόσωπα τους, τους ανακαλύπτεις. Βλέπεις να διαγράφεται χαρά, λύπη, θυμός, αγωνίες, άνθρωποι ευτυχισμένοι ζευγάρια που μαλώνουν», αναφέρει.
Το Παρίσι μεγαλώνει μέσα από τις εικόνες του Γαβρά. Κατεστραμμένα αυτοκίνητα, πέτρες και κάγκελα τον Μάη του ’68, βλοσυρά πρόσωπα στις φοιτητικές διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’90. Η Ρόμι Σνάιντερ χαμογελάει ντροπαλά στην αγκαλιά του Υβ Μοντάν. Το αριστοκρατικό προφίλ της Ντανιέλ Μιτεράν διαγράφεται στο κάδρο ενός παράθυρου αεροπλάνου. Ο Υβ Μοντάν με γυαλιά ηλίου και λευκό κουστούμι στις Κάννες πριν λίγα χρόνια. Ο Φιντέλ Κάστρο μιλάει με πάθος σε μια παρέα. Η Ελλάδα του μετανάστη κι αυτή εδώ, αποτυπωμένη στο ηλιοκαμένο πρόσωπο ενός Έλληνα που πουλάει φαγητό στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Τον ρωτώ για την Ελλάδα, για την χώρα που άφησε πίσω αλλά που επισκέπτεται συχνά.
Η ΕΡΤ, η κρίση, οι νέοι
«Έχω πολλές φωτογραφίες από την Ελλάδα. Μου ζήτησαν να κάνω μια έκθεση με ελληνικές φωτογραφίες στην Θεσσαλονίκη». Δεν έχει ούτε 24 ώρες που γύρισε από το Λος 'Αντζελες όπου προωθεί την τελευταία του ταινία «Το Κεφάλαιο» και μου λέει με έκπληξη πως εκεί όλοι μιλούσαν σοκαρισμένοι για την Ελλάδα και το κλείσιμο της ΕΡΤ και δεν μπορούσαν να διανοηθούν πως συνέβη αυτό σε μια δημοκρατία. «Δεν κατάλαβα γιατί κάνανε αυτό το πράγμα Και κυρίως δεν κατάλαβα γιατί το κάνανε όπως το κάνανε. Έμεινα κατάπληκτος, που ο πρωθυπουργός, δεν πήγε στην ΕΡΤ να εξηγήσει στους υπαλλήλους ότι υπάρχει αυτό το πρόβλημα, ότι θα κλείσει η ΕΡΤ για λίγο καιρό. Δηλαδή να μιλούσε στους Έλληνες με κάποιον σεβασμό και να εξηγούσε το πρόβλημά του».
Μιλάμε για την κρίση. Για τις πολιτικές εξελίξεις: «Λυπάμαι πολύ που έχει φτάσει η πατρίδα μου σ' αυτό το σημείο. Μια χώρα με τόσο μεγάλες δυνατότητες. Νιώθω λύπη. Και νομίζω ότι το πρόβλημα είναι η ποιότητα της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως κομμάτων, δεξιά αριστερά είναι παντού τα ίδια πια γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι να εμπνεύσουν. Είναι γενικό το πρόβλημα, και ο λαός βέβαια έχει ευθύνη, διαλέγουμε τους ίδιους συνεχώς. Ας ελπίσουμε ότι η τωρινή νέα γενιά θα αλλάξει τα πράγματα, αυτοί οι άνθρωποι που είναι από 30 μέχρι και 50 και παίζουν ρόλο στην κοινωνία».
Μιλάμε για τους νέους της Ελλάδας που φεύγουν, για τη μετανάστευση του σήμερα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν με την οικονομική κρίση. «Η μεγαλύτερη πτώχευση της Ελλάδας -πέραν του χρέους- είναι ότι οι νέοι φεύγουν. Η Ελλάδα πτωχεύει από νέους με πτυχία και προσόντα, που είναι παραγωγικοί και μπορούν να προσφέρουν, γιατί αποφασίζουν να φύγουν ξανά στο εξωτερικό όπως και στην εποχή μου... Αυτό είναι το μεγαλύτερο δράμα καθώς πιθανώς να μην επιστρέψουν ποτέ» διαπιστώνει με λύπη.
Ο Γαβράς, μετανάστης στη Γαλλία ο ίδιος, πιστεύει ότι είναι πάντα δύσκολο να αφήνεις τον τόπο σου, αλλά ίσως «είναι πιο δύσκολα τα πράγματα τώρα. Όταν έφτασα εγώ στο Παρίσι, είχα κάψει εντελώς τα πλοία μου που λέμε. Αλλά ήταν πιο εύκολο να προσαρμοστώ. Επίσης στο Πανεπιστήμιο είχε μια τεράστια λίστα για το ποιες δουλειές θέλαμε ως φοιτητές να κάνουμε τα σαββατοκύριακα. Τώρα δεν υπάρχουν δουλειές για κάποιον που φτάνει εδώ. Αλλά η δυσκολία του να αφομοιωθείς συναισθηματικά, είναι πάντα μεγάλη. Για να μπει κανείς μέσα στην ζωή της ξένης χώρας και να προσαρμοστεί, θέλει πολλά χρόνια και είναι πάρα πολύ δύσκολο. Τα σπίτια δεν ανοίγουν εύκολα, ούτε οι άνθρωποι κτλ.».
Τον ρωτώ αν υπάρχει άραγε ουσιαστικά η ευρωπαϊκή ιδέα εν τέλει. «Όσον αφορά την ευρωπαϊκή ιδέα των ενωμένων λαών, λειτουργεί στο πρακτικό κομμάτι. Οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί πια, τα ταξίδια είναι εύκολα, τα σύνορα ανοιχτά, μπορεί κανείς να δουλέψει άμεσα σε όποια ευρωπαϊκή χώρα θέλει, εμείς χρειαζόμασταν χαρτιά τότε και μας έπαιρνε μέρες να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Αλλά όπως λέει και το τραγούδι... η μετανάστευση δεν είναι εύκολο πράγμα. Γιατί όλοι αυτοί που φεύγουν, φεύγουν λόγω ανάγκης, αλλιώς προτιμούν να μένουν στην πατρίδα τους, μιλώντας τη μητρική τους γλώσσα».
Η Ελλάδα είναι όμως μια χώρα που τώρα πια δέχεται μετανάστες, του θυμίζω: «Ξεχνάμε ότι όταν φύγαμε εμείς στο εξωτερικό ως μετανάστες, οι άνθρωποι πολλές φορές μας φέρονταν όχι αυτομάτως με αγάπη. Μας κοιτούσαν και μας ζύγιζαν. Το λέω αυτό στην Ελλάδα όταν πάω, ότι δεν φερόμαστε καλά στους μετανάστες και μου απαντούν “μα εμάς μας φέρονταν σωστά” και εγώ θυμάμαι ότι δεν ήταν καθόλου έτσι. Δυστυχώς η κρίση μας κάνει να μην δεχόμαστε το διαφορετικό».
Έχει αλλάξει η στάση των Γάλλων απέναντι στη χώρα μας, αναρωτιέμαι. «Υπάρχει μια γενική συμπάθεια. Ακόμα και οι δεξιές κυβερνήσεις της Γαλλίας, όπως αυτή του Σαρκοζί μιλούσαν και μιλούν με συμπάθεια για την Ελλάδα γιατί έχουν ζήσει με την ελληνική παιδεία και εκτιμούν το παρελθόν μας».
Σκέφτομαι ότι ίσως δεν το εκτιμούμε αρκετά εμείς. Τουλάχιστον έχουμε ανθρώπους σαν τον Κώστα Γαβρά. Που είναι ωραίοι άνθρωποι, ωραίοι ως Έλληνες και μέσα από τον φακό τους, τις εικόνες και την ζωή τους εν γένει, μεταφέρουν αυτό που θέλουμε να αντιπροσωπεύει η ελληνικότητα: Τη λεβεντιά.
Ο Σαλβαντόρ Αλιέντε στη Χιλή (1971) με τον φακό του Κώστα Γαβρά
Ο Φιντέλ Κάστρο μιλά με πάθος σε μια παρέα Ευρωπαίων κινηματογραφιστών (2003)
Η Ρόμι Σνάιντερ και ο Ιβ Μοντάν στα πλατό της ταινίας «Clair de femme» (1978)
Η Ελλάδα του μετανάστη, αποτυπωμένη στο ηλιοκαμένο πρόσωπο ενός Ελληνα που πουλάει φαγητό στους δρόμους της Νέας Υόρκης. 5η λεωφόρος - 1991
Η Γαλλίδα ηθοποιός Κολίν Σερό (1970)
O Jorge Semprun σε ταξίδι στη Μόσχα για την παρουσίαση της ταινίας «L’Aveu», 1970
Ο φωτογράφος Γουίλιαμ Κλάιν, 1999
Νέα Υόρκη, 1990
Συγκέντρωση για το AIDS, Παρίσι, 1998
Από την επέτειο θανάτου του Φρανσουά Μιτεράν, πλατεία Βαστίλης, Παρίσι,1996.
Βουδαπέστη, 1992
Διαδήλωση, Παρίσι, 2002
Λίνο Βεντούρα, «Le silencieux» του Κλοντ Πινοτό, Πεκίνο, 1979
Σανγκάη, 1979



0 comments:
Δημοσίευση σχολίου